- χορτάρακος
- χορτ-άρᾰκος [pron. full] [ᾰρ], ἡ,A mixture of ἄρακος and hay, as fodder, PLond.3.1171.38 (i B. C.), PTeb.423.6 (iii A. D.).II Adj. fem. -αράκη (sc. γῆ) PHib.1.75.6 (iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χορτάρακος — ἡ, Α 1. μίγμα από αρακά και χόρτα, το οποίο χρησίμευε ως ζωοτροφή 2. (ενν. γῆ) καλλιεργημένη γη που παράγει χόρτα και αρακά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + ἄρακος «είδος οσπρίου, αρακάς»] … Dictionary of Greek